ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΥΠΕΝ: ΤΟ ΝΕΡΟ ΩΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ
Πολλά έχουν ήδη ειπωθεί και γραφτεί για το νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ που πρόκειται να κατατεθεί προς ψήφιση στην ολομέλεια της Βουλής αυτή την εβδομάδα: ξεκινώντας από τον προσχηματικό χαρακτήρα της προηγηθείσας διαβούλευσης και καταλήγοντας στο καθαυτό αντικείμενό του, δηλαδή στη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της ρυθμιστικής αρχής ενέργειας (Ρ.Α.Ε.) στους τομείς του νερού και των αποβλήτων. Η Ρ.Α.Ε. βέβαια έδωσε ήδη τα διαπιστευτήριά της για το τι θεωρείται «ρύθμιση» στο παρόν πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο. Φτάνει μόνο κάποιος να θυμηθεί ότι ήταν η Ρ.Α.Ε. που το 2018 όρισε το ελληνικό χρηματιστήριο ενέργειας ως διαχειριστή της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με σκοπό τη δημιουργία ενδοημερήσιας αγοράς. Το πώς εξελίχθηκε αυτό για τις ελληνικές οικογένειες το ζήσαμε τους τελευταίους μήνες με τρόπο που διέλυσε κάθε αυταπάτη. Το πόσο έχει κοστίσει στα οικονομικά του κράτους (δηλαδή πάλι σε δικά μας χρήματα), και αυτό πάνω κάτω είναι γνωστό: από την έναρξη της λεγόμενης ενεργειακής κρίσης (από τον Σεπτέμβριο του 2021) έως τον Ιανουάριο του 2023, η απόφαση της κυβέρνησης να μην επιβάλει απολύτως κανένα περιορισμό στις τιμές χονδρικής και λιανικής του ρεύματος αλλά να επιδοτεί τους φουσκωμένους λογαριασμούς, κόστισε στο κράτος 9,5 δις €.
Σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το νομοσχέδιο έρχεται επειδή «τα δημόσια, τα δημοτικά μονοπώλια δεν ελέγχονται σωστά» ενώ «παραβατούν» και «μένουν στο απυρόβλητο». Αν τούτο ήταν όντως αλήθεια, μια καλή ερώτηση εδώ θα ήταν «για ποιους λόγους το υπουργείο δεν κάνει τη δουλειά του;» ασκώντας τον κατά την αρμοδιότητά του έλεγχο αλλά προτιμά να εκχωρήσει ένα δικό του καθήκον. Ωστόσο, προφανώς το πρόβλημα τους δεν είναι αυτό.
Κατ’ αρχάς είναι σαφές ότι δεν αναφέρεται ο υπουργός σε όλους τους παρόχους νερού αλλά στις μικρότερες δημοτικές επιχειρήσεις ύδατος και αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α.) στην Ελλάδα: οι δύο μεγαλύτερες εταιρείες (ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ) στις μητροπολιτικές περιοχές Αθήνας και Θεσσαλονίκης δεν βρίσκονται στον έλεγχο του δημοσίου. Και για να καταλάβει κάποιος σε τι αποσκοπεί ο επίμαχος νόμος είναι χρήσιμο να κοιτάξει πίσω, στην ιστορία αυτών των ιδιωτικοποιήσεων.
Το 1999, επί κυβέρνησης Κ. Σημίτη, η ΕΥΔΑΠ Α.Ε. διαχωρίστηκε από την Εταιρεία Παγίων ΕΥΔΑΠ και ιδιωτικοποιήθηκε μέχρι ποσοστού 38,67%. Η πλειοψηφία των μετοχών (περίπου 61%) παρέμεινε στο ελληνικό δημόσιο έως την εποχή των πρώτων μνημονίων. Τότε, με δύο διαδοχικές αποφάσεις της διυπουργικής επιτροπής αναδιαρθρώσεων και αποκρατικοποιήσεων (κυβερνήσεις Γ. Παπανδρέου και Λ. Παπαδήμου) το 2011 και το 2012 παραχωρήθηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ όλες οι μετοχές του δημοσίου τόσο της ΕΥΔΑΠ όσο και της ΕΥΑΘ. Το τι έγινε από εκεί και μετά έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Το 2014 (απόφαση 1906/2014) το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) ακύρωσε την τελευταία μεταβίβαση μετοχών με το σκεπτικό ότι η υποχρέωση της μέριμνας του κράτους για την υγεία των πολιτών είναι ασύμβατη με τη λειτουργία μιας επιχείρησης με γνώμονα το κέρδος, αναγνωρίζοντας στην ουσία το νερό ως δημόσιο, μη εμπορικό αγαθό. Πρόκειται για ερμηνεία με βάση τις προβλέψεις του Συντάγματος. Θα περίμενε κανείς ότι η προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του νερού θα τελείωνε εκεί. Μολαταύτα, βρέθηκε άλλη πατέντα.
Το 2016, η κυβέρνηση Τσίπρα μεταβίβασε το σύνολο των μετοχών κυριότητας του Δημοσίου στην ΕΕΣΥΠ, την εταιρεία που είναι πιο πολύ γνωστή ως «Υπερταμείο». Ακολούθησε νέα προσφυγή στο ΣτΕ. Πριν από περίπου ένα χρόνο (απόφαση 190/2022) το Συμβούλιο έκρινε ότι η κατοχή των μετοχών από το Υπερταμείο δεν κατοχυρώνει την κοινή ωφέλεια. Τι έκανε η κυβέρνηση Μητσοτάκη γι’ αυτό; Ψήφισε στη Βουλή ειδική νομοθετική ρύθμιση (άρθρα 114 και 115, Ν. 4964/2022) που ακύρωσε αυτήν την απόφαση και έδειξε στην πράξη τι πιστεύει για όσες αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας δεν εξυπηρετούν την πολιτική της.
Αυτή την στιγμή υπάρχουν 127 δημοτικές επιχειρήσεις νερού στην επικράτεια με πολύ μεγάλη ετερογένεια μεταξύ τους ως προς το μέγεθος, το δίκτυο, τα οικονομικά στοιχεία κλπ. Ωστόσο, η δραστηριότητα τους είναι εξ ορισμού και εξ αντικειμένου ανταποδοτική και όχι κερδοσκοπική. Με τον καινούργιο νόμο, η ρυθμιστική αρχή θα έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες ως προς τον έλεγχο και τη λειτουργία τους. Όχι μόνο θα έχει δυνατότητα να τους επιβάλει πρόστιμα αλλά θα χρηματοδοτείται από αυτές – και μάλιστα όχι από το τυχόν περίσσευμα αλλά από τον ετήσιο κύκλο εργασιών τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος των υπηρεσιών που παρέχουν: με δύο λόγια η λειτουργία της ρυθμιστικής αρχής θα γίνεται απευθείας από το νερό που θα πληρώνουμε. Και, ίσως το πιο σημαντικό, η αρχή θα έχει τη δυνατότητα να επιβάλει στις ΔΕΥΑ συγχωνεύσεις. Στις Κυκλάδες, λόγου χάρη, υπάρχουν 4 ΔΕΥΑ σε Σύρο, Πάρο, Μύκονο και Σαντορίνη. Ας χρησιμοποιήσουμε τη φαντασία μας για να αναλογιστούμε τι σημαίνει αυτό.
Ένα στοιχείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι ακόμα και στο επίπεδο των οδηγιών της Ε.Ε. δεν υπάρχει καμιά σαφής υποχρέωση της χώρας να εναρμονιστεί τούτη τη φορά με το λεγόμενο κοινοτικό πλαίσιο – το καταφύγιο δηλαδή αυτών που υποστηρίζουν ότι οι ίδιοι δε θέλουν – αλλά αναγκάζονται – να εφαρμόσουν ευρωπαϊκές πολιτικές. Πράγματι, πουθενά στην ΕΕ δεν υπάρχει προς το παρόν υποχρέωση ιδιωτικής διαχείρισης του νερού. Η τελευταία κοινοτική οδηγία για το νερό (οδηγία 2023) αναφέρεται σε άλλα πράγματα και δεν έχει ακόμα ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία – η προθεσμία πέρασε πριν από δύο περίπου μήνες. Για να το θέσουμε αλλιώς, η κυβέρνηση νομοθετεί το άνοιγμα προς την ιδιωτικοποίηση του βασικότερου κοινωνικού αγαθού επειδή έτσι θέλει – ή, το πιθανότερο, επειδή κάποιοι άλλοι που το θέλουν πολύ μπορούν να της το επιβάλουν.
Τέλος, το τι θα σημάνει για το λαό η μετατροπή του νερού σε εμπορικό προϊόν είναι κάτι που ξέρουν ήδη καλά σε πολλές χώρες του κόσμου. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η τιμή του νερού στα πρώτα 17 χρόνια από την ιδιωτικοποίησή του αυξήθηκε κατά 245%. Οι υπηρεσίες ύδρευσης υποβαθμίστηκαν και περιορίστηκαν οι επενδύσεις στις υποδομές με αποτέλεσμα να μην έχει γίνει καμία προεργασία για κρίσιμες καταστάσεις όπως ήταν η περσινή λειψυδρία. Αντίστοιχες καταστάσεις βίωσαν και σε άλλες μεγάλες πόλεις του κόσμου. Σε πόλεις όπως το Βερολίνο, το Παρίσι και την Ατλάντα αναγνωρίστηκαν τα λάθη και στράφηκαν από χρόνια στην επαναδημοτικοποίηση των υπηρεσιών νερού. Αλλού, όπως στην Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας πριν 23 χρόνια, ο λαός πλήρωσε ακόμα και τίμημα αίματος υπερασπιζόμενος το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα της πρόσβασης σε καθαρό και φθηνό νερό.
Από όλα αυτά είναι ξεκάθαρο τι θέλει να πετύχει η κυβέρνηση με τον νέο νόμο, το ποιοι έχουν τη διαχρονική ευθύνη γι’ αυτόν καθώς και το πώς φτάσαμε εδώ. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι δεν μπορούμε να στηριχτούμε στις διαβεβαιώσεις ότι το νερό θα προστατευτεί ως δημόσιο αγαθό όταν όλες οι πράξεις φωνάζουν το αντίθετο. Η ιστορία των ιδιωτικοποιήσεων, άλλωστε, δείχνει ότι όποτε δημιουργήθηκε κάποια «ανεξάρτητη αρχή», τούτο συνέβη για να ανοίξει το δρόμο σε αυτές. Και τέλος, είναι οδυνηρό να διαπιστώνει κανείς ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δείχνουν διαχρονικά αξιοθαύμαστη επιμονή να υπερασπίζονται τα κέρδη των λίγων αλλά όχι τα συμφέροντα των πολλών, είτε πρόκειται για το νερό είτε για την ενέργεια, την εργασία, την παιδεία, την υγεία, τις μεταφορές.
Με την ιδιότητα του συμπορευόμενου υποψήφιου βουλευτή με το ΚΚΕ στις Κυκλάδες, δηλώνω την στήριξή μου στον αγώνα των εργαζομένων στις ΔΕΥΑ.
Το νερό είναι κοινωνικό αγαθό.
Ανδρέας Βλάχος
Ουρολόγος
Υποψήφιος βουλευτής Κυκλάδων με το ΚΚΕ